Ιουλιανός (331 – 363)
Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου από το 361 έως το 363 μ.Χ. Γεννήθηκε το 331 στην Κωνσταντινούπολη ως Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός και ήταν γιος του Ιουλίου Κωνστάντιου, ετεροθαλούς αδελφού του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Προσπάθησε να επαναφέρει την ειδωλολατρία στην Αυτοκρατορία και από τους Εθνικούς αποκαλέστηκε Μέγας. Για τους Χριστιανούς και την Ιστορία είναι ο «Παραβάτης» και ο «Αποστάτης», ενώ του αποδίδονται τα επίθετα «Ειδωλιανός», «Αδωναίος», «Καυσίταυρος» και «Πισαίος».
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον σκύθη ευνούχο Μαρδόνιο, ο οποίος εμφύσησε στον νεαρό Ιουλιανό την αγάπη για την Αρχαία Ελλάδα. Μετά τη συνομωσία του εξαδέλφου του, αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β', εναντίον μελών της οικογένειάς του, ο Ιουλιανός μετέβη μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του Γάλλο στη Νικομήδεια, όπου ήταν μητροπολίτης ο αδελφός της μητέρας του Ευσέβιος. Ο Ευσέβιος έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη μόρφωσή του ανιψιού του, αλλά μετά το θάνατό του το 342 τα δύο αδέλφια εστάλησαν στην Καπαδοκία.
Το 348 και για μια τριετία ο Ιουλιανός επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρακολούθησε μαθήματα με τους ρήτορες Νικοκλή και Εκήβολο. Το 351 εξαναγκάσθηκε να εγκατασταθεί και πάλι στη Νικομήδεια. Προσπάθησε να παρακολουθήσει μαθήματα του εθνικού σοφιστή Λιβάνιου, που αναγνωριζόταν ως κύριος εκφραστής της ελληνικής θρησκείας, αλλά ο αυτοκράτωρ του το απαγόρευσε. Ο Ιουλιανός φρόντισε, όμως, να προμηθευτεί αντίγραφα των μαθημάτων του και να μυηθεί στην αρχαία ελληνική διανόηση. Την τριετία 351-354, που παρέμεινε στη Νικομήδεια, έδειξε ενδιαφέρον για τον νεοπλατωνισμό του Ιάμβλιχου, γνωρίζοντας τον μαθητή του Αιδέσιο.
Την εποχή αυτή χρονολογείται και η οριστική απομάκρυνσή του από τον Χριστιανισμό. Στις «Επιστολές» του προς τον Λιβάνιο αναφέρει ότι καθοριστικός παράγοντας για τη μεταστροφή του ήταν ο θρησκευτικός φανατισμός του εξαδέλφου του αυτοκράτορα και η ανάγνωση των Ομηρικών Επών. «Ημίν ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος και η των Θεών αυτής λατρεία. Υμέτερος δε κλήρος εστί η αμάθεια και η αγροικία και ουδέν πλέον. Αύτη εστίν η σοφία υμών» έλεγε.
Το 354 ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος δίνει εντολή για τη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού του Γάλλου, που ήταν Καίσαρ. Ο Ιουλιανός τότε οδηγήθηκε στο Μιλάνο, όπου παρέμεινε σε απομόνωση για ένα εξάμηνο, με διαταγή του καχύποπτου εξαδέλφου του. Με τη μεσολάβηση της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, που τον συμπαθούσε ιδιαιτέρως, αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Ανατολή. Καθ' οδόν, επισκέφθηκε την Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα με τους φιλοσόφους Προαιρέσιο και Ίμερο. Στην Αθήνα συνάντησε και δύο παλιούς του γνώριμους από τη Νικομήδεια, τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ενώ μυήθηκε στα Ελευσίνια Μυστήρια, που είχαν απαγορευτεί.
Το 355 η Ευσέβεια πείθει τον Κωνστάντιο να διορίσει τον Ιουλιανό Καίσαρα της Δύσης με έδρα το Μιλάνο. Την ίδια χρονιά, νυμφεύεται τη αδελφή του αυτοκράτορα Ελένη. Αμέσως, αναλαμβάνει την αρχηγία των στρατευμάτων της Γαλατίας με σκοπό να εξουδετερώσει τις καταστρεπτικές επιδρομές των διαφόρων γερμανικών φύλων. Παρότι χωρίς στρατιωτική εκπαίδευση, ο Ιουλιανός επιδεικνύει αξιοσημείωτες ηγετικές ικανότητες.
Με νέα έδρα το Παρίσι, κατορθώνει να περιορίσει τους Φράγκους και τους Αλαμανούς πέραν του Ρήνου. Παράλληλα, προβαίνει σε αναδιοργάνωση της Γαλατίας, προωθώντας διοικητικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, φορολογικές μεταρρυθμίσεις, ενώ οι κοινωνικές παροχές προκαλούν την αποδοχή του λαού και το φθόνο του αυτοκράτορα και της αυλής του. Στον ελεύθερο χρόνο του, ο Ιουλιανός συνεχίζει τη μελέτη φιλοσοφικών έργων και γράφει τα πρώτα του κείμενα.
Ο θάνατος της αυτοκράτειρας Ευσεβίας το 359 αύξησε την καχυποψία του Κωνστάντιου για τον Ιουλιανό. Οι σχέσεις των δύο ανδρών έφθασαν σε οριστική ρήξη, όταν ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον νεαρό Καίσαρα την αποστολή στρατιωτικών τμημάτων από τη Γαλατία για να ενισχύσουν την κατά των Περσών εκστρατεία του. Κάποιες από τις μονάδες του Ιουλιανού αρνήθηκαν και τον ανακήρυξαν Αύγουστο. Ο Ιουλιανός, έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ζήτησε από τον Κωνστάντιο την αναγνώριση του τίτλου του. Η άρνηση του αυτοκράτορα έθεσε σε εφαρμογή τα φιλόδοξα σχέδιά του.
Το 361, με την προτροπή συμβούλων και φίλων του, διέσχισε τον Ρήνο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Στρατοπέδευσε στη Ναϊσό, γενέτειρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έχοντας την υποστήριξη του Δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Στις 9 Νοεμβρίου 361 ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος πέθανε ξαφνικά, με αποτέλεσμα ο επικείμενος Εμφύλιος Πόλεμος να αποφευχθεί. Στις 11 Δεκεμβρίου 361 ο Ιουλιανός εισέρχεται θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και αναγορεύεται αυτοκράτωρ.
Πρώτο μέλημα του νέου ηγέτη του Βυζαντίου ήταν η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του παλατιού με την προώθηση των δικών του ανθρώπων, αλλά και η τιμωρία των δολοφόνων του πατέρα του. Τρεις ήταν οι βασικοί στόχοι της πολιτικής του: η ριζική αναδιάρθρωση της διοικητικής μηχανής, η θρησκευτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η εξουδετέρωση του περσικού κινδύνου.
Το πολύμορφο πρόγραμμά του αποσκοπούσε στην αποκέντρωση της αυτοκρατορικής διοικήσεως, στη δραστική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, στην εκτέλεση έργων κοινωνική πρόνοιας, στη δημιουργία μιας εθνικής εκκλησίας και την κατάρτιση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος με ιδιαίτερη έμφαση στο πνεύμα και όχι το γράμμα των κλασσικών κειμένων.
Το 362 με διάταγμά του αποκαθιστά την Εθνική θρησκεία, καθιερώνοντας την αρχή της ανεξιθρησκίας. Οι κλεισμένοι αρχαίοι ναοί ανοίχθηκαν και η εκκλησιαστική περιουσία δόθηκε στους δικαιούχους της. Οι χριστιανοί απομακρύνθηκαν από τα υψηλά πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, ενώ αποκλείστηκαν ως δάσκαλοι από τα σχολεία της Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Βλάση Φειδά, η ενοθεϊστική θρησκειακή σύνθεση του Ιουλιανού είχε θεό μιθραϊκό, θεολογία νεοπλατωνική και οργάνωση χριστιανική, ενώ διατήρησε πολλά στοιχεία του ειδωλολατρικού πανθέου. Ο βασιλεύς Ήλιος ήταν ο υπέρτατος θεός, η ελληνική φιλοσοφία ήταν η πνευματική υποδομή της νέας θρησκείας και η ειδωλολατρική λατρεία η μόνη παραδεκτή για τη διάπλαση των ηθών, ενώ για το ιερατείο επεφύλασσε τελετουργικά και διδακτικά καθήκοντα. Ωστόσο, ο Ιουλιανός είχε βαθιά γνώση του χριστιανισμού και μεγάλο θαυμασμό για την κοινωνική του αλληλεγγύη.
Στο πλαίσιο της ανεξιθρησκίας, ο Ιουλιανός στράφηκε προς τους Εβραίους και τους παρότρυνε να ασκήσουν τη θρησκεία του με κάθε ελευθερία. Όταν εκείνοι του εξήγησαν ότι μπορούν να λατρεύουν τον Θεό τους, μόνο στο Ναό του Σολομώντος, που από αιώνες κειτόταν σε σωρό ερειπίων, ο αυτοκράτωρ διέταξε τον άμεσό συνεργάτη Αλύπιο να επιληφθεί της ανοικοδομήσεώς του. Ο Ιουλιανός στόχευε αφ' ενός στην εξασφάλιση ενός χρήσιμου συμμάχου στα όρια της αυτοκρατορίας, αφ' ετέρου στη διάψευση της προφητείας του Ιησού ότι ο Ναός θα έμενε γκρεμισμένος στους αιώνας.
Ο ενθουσιασμός, όμως, του Ιουλιανού για την ειδωλολατρία αποδείχθηκε ανεδαφικός, καθώς η χριστιανισμός είχε αποκτήσει βαθιές ρίζες στην Αυτοκρατορία. Χαρακτηριστικός είναι ο χρησμός που φαίνεται να του έδωσαν το Μαντείο των Δελφών: «Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος, έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».
Ο ίδιος ο Ιουλιανός απέκτησε σαφέστερη αντίληψη όταν αποδοκιμάστηκε και λοιδωρήθηκε στην Αντιόχεια, θέλοντας να επαναφέρει τη λατρεία του θεού Απόλλωνα σ' ένα εγκαταλειμμένο ναό στα περίχωρα της πόλης. Την ημέρα της τελετής μόνο ο ίδιος, ο ιερέας του ναού και μια χήνα έδωσαν το «παρών», όπως αναφέρει ο Ιουλιανός σ' ένα σύγγραμμά του.
Κατά την παραμονή του στην Αντιόχεια εξεστράτευσε εναντίον των Περσών, που με τον αρχηγό τους Σαπώρη Β' παρενοχλούσαν με τις επιδρομές τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Ο Ιουλιανός νίκησε σε όλες τις μάχες του αντιπάλους του κι έφθασε μέχρι την πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα, την οποία πολιόρκησε. Στις 26 Ιουνίου 363 πληγώθηκε από δόρυ στο συκώτι κατά τη διάρκεια αψιμαχιών με διασκορπισμένες περσικές δυνάμεις. Τις τελευταίες ώρες της ζωής του τις πέρασε στη σκηνή του, συζητώντας με τους φιλοσόφους Πρίσκο και Μάξιμο για την αθανασία της ψυχής.
Ο Ιουλιανός ξεψύχησε με τη φράση «Νενίκηκάς με, Ναζωραίε», αναγνωρίζοντας το μάταιο της προσπάθειάς του για την αναβίωση της αρχαίας θρησκείας. Πάντως, η φράση του αυτή αμφισβητείται ιστορικά.
Ποιο χέρι έριξε το μοιραίο δόρυ; Οι απόψεις διίστανται. «Οικείος στρατιώτης» γράφει ο χριστιανός ιστορικός Σωκράτης, «Άγνωστον Πόθεν» διαπιστώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Αμμιανός, ενώ ο Λιβάνιος είναι κατηγορηματικός: «εν τοις ημετέροις ήν ο φονεύς», εννοώντας ότι αυτός που τον σκότωσε ήταν χριστιανός.
Με το θάνατο του Ιουλιανού έσβησε και το όραμά του για την αναβίωση της ειδωλολατρίας. Ακόμη και οι εχθροί του αναγνώρισαν, όμως, ότι υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, παρότι κυβέρνησε μόλις για ενάμισι χρόνο. Ο Ιουλιανός υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτωρ της κωνσταντίνειας δυναστείας. Τον διαδέχθηκε στο θρόνο του Βυζαντίου ο Ιοβιανός, που ήταν ο αρχαιότερος αξιωματικός της ανακτορικής φρουράς με καταγωγή από την Παννονία, σημερινή Ουγγαρία...
Nikos Deja Vu
http://n1999k.blogspot.com
No comments:
Post a Comment